- ἐθέλεχθρος
- ἐθέλεχθροςbearing one a grudgemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθέλεχθρος — ἐθέλεχθρος, ον (Α) αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την έχθρα του … Dictionary of Greek
ἐθελέχθρως — ἐθέλεχθρος bearing one a grudge adverbial ἐθέλεχθρος bearing one a grudge masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέλεχθρον — ἐθέλεχθρος bearing one a grudge masc/fem acc sg ἐθέλεχθρος bearing one a grudge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθελέχθρων — ἐθέλεχθρος bearing one a grudge masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek